- ακροαματισμός
- οτο να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρόαμα — το (Α ἀκρόαμα) αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία αρχ. στον πληθ. τὰ ἀκροάματα αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροῶμαι. ΠΑΡ. ακροαματικός… … Dictionary of Greek